- αναπλοκή
- η (Α ἀναπλοκή) [ἀναπλέκω]1. πλοκή, πλέξιμο2. (στη Μουσ.) συνδυασμός, αλληλουχία ανιόντων τόνων στη μουσική κλίμακα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναπλοκή — a braiding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπλοκαῖς — ἀναπλοκή a braiding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπλοκῆς — ἀναπλοκή a braiding fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπλοκήν — ἀναπλοκή a braiding fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Мелодия — У этого термина существуют и другие значения, см. Мелодия (значения). Мелодия (др. греч. μελῳδία распев лирической поэзии, от μέλος напев, и ᾠδή пение, распев) один (в монодии единственный) голос музыкальной факту … Википедия